- σεισματίας
- ὁ, Α1. (για σεισμό) αυτός που έχει παλμική κίνηση2. φρ. «σεισματίας τάφος» — τάφος σε ερείπια που δημιούργησε ο σεισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < σεῖσμα, -ατος + επίθημα -ίας (πρβλ. κτηματ-ίας)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεισματίας — σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίας shaking masc nom sg (attic epic doric aeolic) σεισματίᾱς , σεισματίης masc acc pl σεισματίᾱς , σεισματίης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεισματίαν — σεισματίᾱν , σεισματίας shaking masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίας shaking masc acc sg σεισματίᾱν , σεισματίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σεισματίης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)